- ἀθύρματος
- ἄθυρμαplaythingneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλαταγή — η, ΝΑ ήχος, κρότος που παράγεται από τη σύγκρουση δύο πλατιών σωμάτων, πάταγος αρχ. είδος αθύρματος το οποίο παράγει χαρακτηριστικό κρότο όταν τό χτυπάει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. πλαταγῶ] … Dictionary of Greek
πλαταγώνιον — τὸ, Α 1. το πλατύ φύλλο τής παπαρούνας ή τής ανεμώνης 2. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι ερωτευμένοι, αφού έκλειναν το αριστερό τους χέρι και τοποθετούσαν ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη πέταλο παπαρούνας ή ανεμώνας τό χτυπούσαν ξαφνικά… … Dictionary of Greek